- ὑδροειδής
- ὑδροειδήςwaterymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υδροειδής — ές, / ὑδροειδής, ές, ΝΑ όμοιος με νερό νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υδροειδές βοτ. επίμηκες, μη αποξυλωμένο υδαταγωγό κύτταρο στον άξονα και στα φύλλα ορισμένων βρυοφύτων, ανάλογο με ένα κύτταρο μέλος ενός αγγείου τών αγγειόσπερμων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… … Dictionary of Greek